- οργανώνομαι
- örgütlenmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
οργανώνομαι — οργανώνομαι, οργανώθηκα, οργανωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οργανώνω — (Α ὀργανῶ, όω) [όργανον] εφοδιάζω με τα αναγκαία μέσα και όργανα, δίνω οργάνωση σε κάτι νεοελλ. 1. συστηματοποιώ τα μέρη ενός συνόλου ώστε να λειτουργεί κανονικά και αρμονικά 2; προετοιμάζω βάσει σχεδίου και ολοκληρώνω έργο, εκδήλωση ή επιχείρηση … Dictionary of Greek
οργανώνω — οργάνωσα, οργανώθηκα, οργανωμένος 1. τακτοποιώ τα μέρη ενός συστήματος, ώστε τούτο να λειτουργεί κανονικά: Προσπαθώ να οργανώσω την επιχείρηση, την υπηρεσία, το στρατό. 2. μέσ., οργανώνομαι εντάσσομαι σε ομάδα ή οργάνωση: Πολλοί νέοι σήμερα είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)